- εκπεταννύω
- ἐκπεταννύω και ἐκπετάννυμι (AM)I. 1. (για φτερά πουλιού, πανιά πλοίου κ.λπ.) απλώνω, ανοίγω2. (για πανιά πλοίου) ανοίγω πανιά πλοίου για να αποπλεύσειαρχ.1. (για δίχτυ) απλώνω, ρίχνω2. προβάλλω προς τα έξω3. φρ. «στέφος ἐξεπέτασσε» — σκόρπισε στον άνεμο τα άνθη τού στεφανιού4. φρ. «ἐπὶ κῶμον ἐκπετασθείς» — αφού παραδόθηκε τελείως στη διασκέδαση5. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐκπεποταμένος, -η, -ονπαραδομένος τελείως σε κάτιII. επίρρ. ἐκπεποταμένωςφρ. «ἐκπεποταμένως εὐφραίνομαι» — έχω τελείως παραδοθεί στη διασκέδαση.
Dictionary of Greek. 2013.